- έταλο
- Τύπος συμβολόμετρου που αποτελείται από ημιεπάργυρες γυάλινες πλάκες, οπτικά επίπεδες και τοποθετημένες έτσι ώστε να είναι ακριβώς παράλληλες η μία προς την άλλη, με έναν αέρα μεταξύ τους λίγων χιλιοστών ή εκατοστών. Το όργανο αυτό έχει μεγάλη διακριτική ικανότητα και χρησιμοποιείται για την ακριβή σύγκριση μηκών κύματος και στη μελέτη της υπέρλεπτης υφής των φασματικών γραμμών.
Dictionary of Greek. 2013.